- κυριεύσω
- κῡριεύσω , κυριεύωto be lordaor subj act 1st sgκῡριεύσω , κυριεύωto be lordfut ind act 1st sgκῡριεύσω , κυριεύωto be lordaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφθατούμαι — καταφθατοῡμαι, όομαι και έομαι (Α) προλαβαίνω να κυριεύσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθατοῡμαι (< *φθατός < φθάνω)] … Dictionary of Greek